λέκτρο

λέκτρο
το (Α λέκτρον)
νεοελλ.
(στρατ. και ναυτ.) δάπεδο πάνω στο οποίο είναι τοποθετημένα και μετακινούνται τα πυροβόλα στα οχυρώματα ή στους ειδικούς πυργίσκους τών πολεμικών πλοίων
αρχ.
1. κλίνη, ανάκλιντρο («κλαῑε δ' ἄρ' ἐν λέκτροισι καθεζομένη μαλακοῑσιν», Ομ. Οδ.)
2. γαμήλια τελετή, γάμος
3. ο καρπός τού γάμου, το τέκνο
4. στον πληθ. τὰ λέκτρα
το γαμήλιο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λεκ- (πρβλ. -λεκ-το, λεκ-το, αόρ. τού λέχομαι) + επίθημα -τρον, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. άρο-τρον, πλήκ-τρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λέχομαι — (Α) 1. ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ («παιδὸς ἐέργη μυῑαν, ὅθ ἡδέι λέξεται ὕπνῳ», Ομ. Ιλ.) 2. βάζω κάποιον στο κρεβάτι για να κοιμηθεί (α. «λέξον νῡν με τάχιστα», Ομ. Ιλ. β. «ἦτοι ἐγὼ μὲν ἔλεξα Διὸς νόον αἰγιόχοιο», Ομ. Ιλ.) 3. (κατά τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”